- κατασοφίζεσθαι
- κατασοφίζομαιoutwit by sophismspres inf mpκατασοφίζομαιoutwit by sophismspres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατασοφίζομαι — (AM) 1. εξαπατώ 2. ψεύδομαι, νοθεύω 3. παθ. νικιέμαι με σοφίσματα 4. φρ. «κατασοφίζεσθαί τι περί τινων» αποφεύγω με σοφίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σοφίζομαι «εξαπατώ με σοφίσματα»] … Dictionary of Greek